Τα θέματα που αναδύονται μέσα από τη συνέντευξή αυτή είναι δύο και ιδιαίτερα σημαντικά για την Ελλάδα μας. Το πρώτο, αφορά την κατανόηση της ουσίας της αναγεννητικής γεωργίας και την σημασία της. Παρά την εμπορευματοποίηση της «τάσης» που αποτελεί η αναγεννητική γεωργία στις αγορές, είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι οι πρακτικές της, είναι στην ουσία οι εγγενείς αρχές της παραδοσιακής γεωργίας που εφαρμόζεται ακόμη, ιδιαίτερα όσον αφορά την ελαιοκομία, στη χώρα μας.
Οι μικροί κλήροι, το γεωγραφικό ανάγλυφο και η βιοποικιλότητα στα ημιορεινά εδάφη στις περισσότερες των περιπτώσεων, ιδιαίτερα στην Κρήτη, ευνοούσαν πάντα πρακτικές που θεωρούνται σήμερα από την θεωρία, αναγεννητικές. Για παράδειγμα η διατήρηση αυτοφυών αρωματικών ειδών της Κρητικής γης όπως θυμάρι, φασκόμηλο και ρίγανη, η διατήρηση φυσικών φρακτών, όπως πικροδάφνες, αγριαγκινάρες, σκίνους, ή χαρουπιές και οι ξερολιθιές που χρησιμοποιούνταν επίσης ως σύνορα των αγρών, βοηθούσαν στο να διαμορφώνονται νησίδες ζωής στον ελαιώνα. Η παράλληλη εκτροφή ζώων μέσα στην καλλιεργούμενη έκταση ήταν συχνή πρακτική επίσης, όπως και η καλλιέργεια κριθαριού, βρώμης και ψυχανθών, χωρίς όργωμα. Η βαθιά άροση που καταστρέφει τη δομή του εδάφους ήταν έτσι κι αλλιώς πολύ δύσκολη σε αυτό το γεωγραφικό ανάγλυφο και με τα μέσα που διατίθεντο. Έτσι, ελάχιστη κατεργασία εφαρμοζόταν και η ελεγχόμενη βόσκηση φρόντιζε την φυσική κοπή χορταριών και ζιζανίων.
Αυτές οι μέθοδοι, ήταν αναγκαίες για την οικιακή οικονομία, που τα παλιότερα χρόνια εφάρμοζαν τα σπιτικά, για την αυτάρκεια τους. Παράλληλα όμως εκπλήρωναν τους σκοπούς της αναγέννησης του οικοσυστήματος. Εμπλούτιζαν το έδαφος ως ένα ζωντανό οικοσύστημα με άζωτο, το προστάτευαν από διάβρωση, την απώλεια υγρασίας, και την υπερθέρμανση, αύξαναν την οργανική ύλη και την ανακύκλωση θρεπτικών συστατικών με χρήση κοπριάς και οργανικών υπολειμμάτων, προστάτευαν τα ελαιόδεντρά από τον άνεμο. Το μικρόκλιμα του ελαιώνα συγκέντρωνε ωφέλιμα έντομα, φυσικούς εχθρούς του δάκου, επικονιαστές και μικροοργανισμούς.
«(Η παραδοσιακή ελαιοκαλλιέργεια) λειτουργεί με τους όρους της αναγεννητικής γεωργίας εξ ’ορισμού», λέει η Έρρικα Χριστοδούλου από τον Αγροτικό Ελαιοκομικό Συνεταιρισμό Ζάκρου στην περιοχή της Σητείας Κρήτης που παράγει εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο.
Η αλλαγή του τρόπου ζωής και η ένταση των καλλιέργειών έχει μετριάσει την συνειδητή προσέγγιση σε αυτές τις πρακτικές, όμως η γνώση είναι δύναμη και όταν η αρχαία γνώση τεκμηριώνεται από την επιστήμη, επανερχόμαστε συνειδητά στην ανάγκη προστασίας των οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας τους, καθώς είναι η μόνη μακροπρόθεσμη επένδυση για παραγωγικότητα. Τα απρόβλεπτα καιρικά φαινόμενα των τελευταίων χρόνων απέδειξαν πόσο επικίνδυνη είναι η απογύμνωση του εδάφους στις μονοκαλλιέργειες, κάνοντας το ευάλωτο σε «απότομες» πλημύρες και ξηρασίες.
Στον Αγροτικό Ελαιοκομικό Συνεταιρισμό Ζάκρου, σε μεγάλο ποσοστό, πολλά από τα παραπάνω συνεχίζουν να εφαρμόζονται στοχευμένα και στρατηγικά, όπως η ορθολογική διαχείριση του νερού, ο εμπλουτισμός του εδάφους με οργανική ουσία, η χρήση υπολειμμάτων της καλλιέργειας, η χρήση χορτοκοπτικών αντί φρέζας και η προστασία της ελιάς από το δάκο με φυσικές μεθόδους ώστε να υπάρχει ελάχιστη δυνατή επίπτωση στην υγεία του δέντρου και στην ποιότητα του καρπού. Άλλωστε οι μέθοδοι είναι άρρηκτο μέρος των προδιαγραφών του Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης προϊόντος, που αποτελεί προϊόν υπογραφή για τον τόπο και την κοινότητα που το παράγει και δεν μπορέι να αντιγραφεί πουθενά αλλού στον κόσμο.
Στις μικρές αγροτικές κοινότητες, τα σπιτικά συνεχίζουν να λειτουργούν με νοοτροπία αυτάρκειας, έτσι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ο ελαιώνας συμβιώνει με το περιβόλι, τον αμπελώνα και τα οικόσιτα ζώα. Είναι ένας τρόπος ζωής που ανήκει στους προγόνους μας και οφείλουμε στους εαυτούς μας να διαφυλάξουμε.
“Πολλοί ορισμοί της “αναγεννητικής γεωργίας”, την τοποθετούν είτε στο 0 είτε στο 1. Είτε είσαι αναγεννητικός είτε όχι. Η προσέγγιση μας είναι διαφορετική: Ο καθένας είναι σε ένα ταξίδι με διαφορετική ταχύτητα, έχουν διαφορετικό υπόβαθρο, διαφορετικό χώμα, διαφορετικά τοπία, διαφορετικές ανάγκες σε νερό και δεν υπάρχει ένα καλούπι για όλους» Ιδρυτής της Αμφορα, Eurof Uppington