Θησέας και Μινώταυρος

Theseus Minotaur

Από τους αθλητικούς αγώνες της Αθήνας, μέχρι το Λαβύρινθο της Κνωσού και τον τρομερό Μινώταυρο. Μια ιστορία αγάπης, τραγωδίας αλλά και εξυπνάδας!

Ο Μίνωας είχε αποκτήσει έναν γιο με την βασίλισσα Πασιφάη που τον έλεγαν Ανδρόγεω. Ο Ανδρόγεως ήταν ικανός αθλητής και όταν πήρε μέρος στους «Παναθηναϊκούς Αγώνες», στην Αθήνα, νίκησε όλους τους άλλους συναθλητές του. Ο Αθηνάιος Βασιλιάς Αιγέας, βλέποντας ως απειλή, την δύναμη του νεαρού μελλοντικού βασιλιά της Κρήτης και την καλή σχέση που είχε αναπτύξει με τους αντιπάλους των Αθηναίων, τον έστειλε εναντίον ενός άγριου θηρίου, του Μαραθώνιου Κάπρου, και ο Ανδρόγεως σκοτώθηκε. Ο Μίνωας, όταν έμαθε ότι οι Αθηναίοι αντί να τιμήσουν το παιδί του, το σκότωσαν, πολιόρκησε με το στόλο του την Αθήνα μέχρι που οι κάτοικοι άρχισαν να πεθαίνουν από την πείνα. Τελικά οι Αθηναίοι συμφώνησαν σε ανακωχή με τον Βασιλιά Μίνωα, με ένα πολύ σκληρό όμως τίμημα…

Κάθε χρόνο, εφτά νέοι και εφτά νέες από του καλύτερους των Αθηνών, θα ταξίδευαν στην Κρήτη για να γίνουν τροφή του θηρίου που κρυβόταν στα έγκατα της Κνωσού, του τρομακτικού Μινώταυρου. Ο Μινώταυρος ήταν ένα τέρας με σώμα ανθρώπου και κεφάλι και ουρά ταύρου. Ήταν καρπός της ένωσης της Βασίλισσας Πασιφάης και του Ιερού Ταύρου του Ποσειδώνα. Ο Μίνωας για να μην τον βλέπει, τον είχε κλείσει στον Λαβύρινθο, ένα σκοτεινό πολύπλοκο κτίσμα με περίτεχνα φτιαγμένους διαδρόμους που κατασκεύασε ο τεχνίτης Δαίδαλος. Ακόμη και ο ίδιος ο Δαίδαλος, κατάφερε με δυσκολία να βρει την έξοδο όταν τον ολοκλήρωσε.

Την τρίτη χρονιά της ζοφερής αυτής θυσίας, ο ίδιος ο Θησέας, ο γιός του Βασιλιά Αιγέα, που ήταν γνωστός για την γενναιότητα και τους άθλους του, αποφάσισε να πάει στην Κρήτη μαζί με τους υπόλοιπους νέους με σκοπό να δώσει ένα τέλος στο μαρτύριο τόσων οικογενειών που θρηνούσαν για το χαμό των παιδιών τους.

Είπε στον πατέρα του ως αν νικήσει, θα γυρίζει με λευκά πανιά και αν πεθάνει, το πλοίο του θα γυρίσει με τα μαύρα πανιά που είχε όταν ξεκινούσε το ταξίδι του από την Αθήνα.

Όταν έφτασαν στην Κρήτη, ο Θησέας συνάντησε την κόρη του Μίνωα, τη βασιλοπούλα Αριάδνη, και την ερωτεύτηκε. Η Αριάδνη συμπάθησε κι εκείνη τον Θησέα και θέλησε να τον βοηθήσει. Ζήτησε από τον Δαίδαλο βοήθεια, κι εκείνος της έδωσε τη λύση. Η Αριάδνη έδωσε στον Θησέα μαζί με ένα σπαθί και ένα κουβάρι κλωστή (μίτο) για να δέσει τη μια άκρη της κλωστής στην είσοδο και ύστερα ξετυλίγοντας το, να αφήσει ίχνη ώστε να μπορέσει να βρει το δρόμο προς τα πίσω και να βγει από το λαβύρινθο.

Ο Θησέας, πράγματι τα κατάφερε να σκοτώσει το Μινώταυρο και να βγει από τον λαβύρινθο μαζί με τους υπόλοιπους νέους και νέες. Πήρε την Αριάδνη μαζί του και έφυγε από την Κρήτη. Στην Νάξο όμως, όπου προσάραξαν για να ξεκουραστούν από το ταξίδι οι χαρούμενοι νέοι, ο θεός Διόνυσος είδε την Αριάδνη, την ερωτεύτηκε και την έκλεψε. Ο Θησέας λυπήθηκε τόσο, που ξέχασε να αλλάξει τα πανιά του πλοίου του σε λευκά όπως είχε υποσχεθεί στον πατέρα του. Ο Αιγέας που περίμενε την άφιξη του γιού του στο Σούνιο, βλέποντας από μακριά το καράβι να φτάνει με μαύρα πανιά, από τη στεναχώρια του έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Η θάλασσα από τότε, ονομάστηκε Αιγαίο πέλαγος. Μετά το θάνατο του Αιγέα, ο Θησέας έγινε βασιλιάς της Αθήνας, παντρεύτηκε την Φαίδρα, την αδερφή της Αριάδνης και βασίλεψε για πολλά χρόνια...

Σήμερα, στην Τσακωνιά της Πελοποννήσου χορεύουν ακόμα τον «Τσακώνικο» παραδοσιακό χορό που αναπαριστά τη διαδρομή του Θησεά στον Λαβύρινθο. Οι χορευτές κουλουριάζουν και ξεκουλουριάζουν και στο τέλος κάνουν μια καμάρα από δύο χορευτές που κρατιούνται από ένα μαντήλι και οι υπόλοιποι περνούν από κάτω. Το κουλούριασμα που κάνει ο Τσακώνικός, μοιάζει με τον λαβύρινθο με τον πρωτοχορευτή -Θησεά να βοηθά τους συντρόφους του να βρουν την έξοδο κρατώντας το νήμα- μαντίλι που του δίνει η χορεύτρια -Αριάδνη.